Σκόπελος – Παρίσι μ’ ένα μπουζούκι

Νικόλας Σύρος : Σκόπελος – Παρίσι μ’ ένα μπουζούκι

της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ, 08/07/2005

Σεπτέμβριος του 2003, στο Κρεματόριο στο Παρίσι. Όσο διαρκεί η καύση της σορού του Ηλία Πετρόπουλου, περί το ένα δίωρο δηλαδή, ένα μπουζούκι παίζει «απαγορευμένα» ρεμπέτικα, της φυλακής και του χασισιού. Αργότερα, όταν οι στάχτες σκορπίζονται στον παρισινό υπόνομο, ο ίδιος μουσικός εκτελεί την ύστατη επιθυμία του Πετρόπουλου παίζοντας με το μπαγλαμαδάκι του και τραγουδώντας το «Όταν πεθάνω βάλτε με σε μια γωνιά μονάχο».

Ο μουσικός του ρεμπέτικου κατευόδιου είναι ο Νικόλας Σύρος, κάποτε φτωχόπαιδο από τη Σκόπελο, με τον ιό της λαϊκής μουσικής στο DNA του και σήμερα μέλος εκείνης της παρισινής κοινότητας Ελλήνων (και φιλελλήνων) που υποστηρίζει εμπράκτως τις διαφορετικές εκφάνσεις του ελληνικού πολιτισμού. Η δημιουργική πορεία του Σύρου περιλαμβάνει κι άλλες τέτοιες μεγάλες ή μικρές ανατροπές και «παράδοξα».

Ο ίδιος είναι για παράδειγμα ένα αυτοδίδακτος μουσικός που δεν ξέρει να διαβάζει νότες. Κι όμως, έχει συνεργαστεί ως σολίστ με τη Συμφωνική της Όπερας των Παρισίων. Και μήπως δεν είναι ανατροπή ότι η «Νεφέλη» παρέβη πρόσφατα την αμιγώς εκδοτική της φυσιογνωμία, για να κυκλοφορήσει με δική της πρωτοβουλία το cd του Νικόλα Σύρου «Ξεχασμένο Ταξίμι» με 14 απαγορευμένα ρεμπέτικα από όσα είχε ανασύρει ο Ηλίας Πετρόπουλος;

Αυτό το τελευταίο (που έγινε με τη συμμετοχή και των Θανάση Σύρου, Δημήτρη Κουτρουμπή, Γιόλας Μαντζαβίνο) υπήρξε και η αφορμή για τη συνάντηση με τον Σύρο σε ένα πέρασμά του από την Αθήνα προς την ιδιαίτερη πατρίδα του που, παρά την παραπλανητική υπόδειξη του επιθέτου του, είναι η Σκόπελος. Εκεί γεννήθηκε κι έμεινε μέχρι τα 16 του ο Νικόλας, γιος ενός κλασικού βιολονίστα με σπουδές στο Εθνικό Ωδείο του 1933 και με λατρεία στον Βαμβακάρη. Μουσικόφιλη η οικογένεια, άκουγε σμυρναίικα στα γλέντια της, χόρευε βαλς και τάνγκο στους γάμους και τις Κυριακές μαζευόταν γύρω από το ακορντεόν και την κιθάρα των θείων για να τραγουδήσει.

Για το χαρτζιλίκι

Ένα βιολί πρωτοέπιασε στα χέρια του κι ο Νικόλας, όσο ο αδελφός του ο Θανάσης Σύρος μάθαινε κιθάρα. Αλλά ο ήχος του μπουζουκιού του Βαμβακάρη από κάποια ηχογράφηση λειτούργησε καταλυτικά. «Πέταξα το δοξάρι, γύρισα ανάποδα το βιολί και προσπάθησα να παίξω». Έτσι τελείωσε η θητεία του Νικόλα στο βιολί και άρχισε η λατρεία του για το ρεμπέτικο. Με αυτήν ήρθε και στην Αθήνα να δουλεύει όλη μέρα οικοδομή και τα βράδια να τρέχει στο «Χάραμα» και στο «Φαληρικό» να χαζεύει με τον ήχο του Τσιτσάνη και του Παπαϊωάννου.

Σ’ ένα παλιό μπουζούκι του θείου του έμαθε να παίζει κι ο ίδιος. Και με 2-3 φίλους που έπαιζαν κι αυτοί μπουζούκι και κιθάρα άρχισαν να γυρίζουν στα πλακιώτικα ταβερνάκια. «Σιγά σιγά μας κερνούσαν το φαΐ, μετά άρχισαν και να μας χαρτζιλικώνουν. Ήταν μαθητεία κι εκπαίδευση η ταβέρνα». Σκοπελίτες όλοι, κατέβαιναν τα καλοκαίρια στο νησί τους κι έτσι άρχισαν κι εκεί να παίζουν στα παραθαλάσσια «Δειλινά». Το 1978 μια παρέα από εκεί άνοιξε στην Αθήνα τη «Ρεμπέτικη Ιστορία». Τα δύο αδέλφια Σύρου και δυο-τρεις ακόμα βρίσκονται επισήμως πια στο πατάρι και «με φωνή, πιστότητα και σεβασμό» ερμηνεύουν Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Γιοβάν Τσαούς, Κηρομύτη, Χατζηχρήστο, Μητσάκη. Το μαγαζί γίνεται διάσημο. Κι έτσι ξεκινάει επισήμως η μουσική καριέρα του Νικόλα Σύρου…

Στο τσαρδί των… Παρισίων

Στους σεισμούς του ’81 όταν στην Αθήνα τα πάντα παραλύουν, ο ίδιος, καλεσμένος από μια φίλη του, φεύγει για λίγες μέρες στο Παρίσι. «Μαζί κι ο έρωτάς μου, το μπουζούκι. Σύντροφος σε χαρά και κλάμα. Ξέρεις πόσα βράδια έχω κοιμηθεί αγκαλιά με το μπουζούκι μου;» Σε ελληνικά μαγαζιά εκεί συναντά κάτι που τον εξοργίζει: Έλληνες μουσικοί που συνήθως παίζουν 2-3 νότες κοροϊδεύοντας τους Γάλλους. Όταν του γίνεται πρόταση να παίξει με δυο-τρεις άλλους ρεμπέτικα για καμιά δεκαριά μέρες δέχεται ευχαρίστως.

Οι δέκα μέρες γίνονται για… πάντα και το κέντρο αποκτά την ονομασία «Ρεμπέτικο τσαρδί». Δεν αργούν να τους εντοπίσουν οι επιφανείς της ελληνικής κοινότητας και να τους ανοίξουν τη μια πόρτα μετά την άλλη σε ένα πλήθος προοπτικών: συναυλία με ρεμπέτικα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης με πρωτοβουλία της Αρβελέρ, συμμετοχή στη θεατρική προσαρμογή του «Τάλγκο» του Βασίλη Αλεξάκη, γνωριμία με τον Ζακ Λακαριέρ και σειρά συναυλιών με διοργανωτή τον ίδιο, δύο συναυλίες στο Radio France και ηχογράφηση με δική του πρωτοβουλία ενός συλλεκτικού δίσκου με ρεμπέτικα του καπνίσματος και της φυλακής, συμμετοχές σε μεγάλα φεστιβάλ, συνεργασία με τον Ροβήρο Μανθούλη για το «Πορτρέτο του Ρίτσου».

Πιλμόν και Κρεούζης

Ο Νικόλας Σύρος θα επιστρέψει για λίγο παρ’ όλα αυτά στη Σκόπελο παραδίδοντας μαθήματα τρίχορδου μπουζουκιού στο Ωδείο και το 1986 θα μείνει και στην Αθήνα για να περάσει μια σεζόν στο πλάι του Τάκη Μπίνη. Ο δεύτερος κύκλος στο Παρίσι είναι ακόμα καλύτερος. Και έκπληξη, το τηλεφώνημα του διευθυντή της Συμφωνικής της Όπερας των Παρισίων Ζερόμ Πιλμόν, που του ζητεί να είναι σολίστ στο «Ζορμπά» του Μίκη Θεοδωράκη. «Κλείσαμε ραντεβού στο Μονπελιέ κι εκεί σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, τρέμοντας από το άγχος μου, έπαιξα στο μπουζούκι 3-4 κομμάτια. Του είπα φυσικά ότι δεν ξέρω νότες. Μου έδωσε ένα cd με τη Συμφωνική της Βαρσοβίας κι έτσι έμαθα τα μέρη μου…».

Όλο αυτό το διάστημα στο Παρίσι ο Νικόλας Σύρος γνώρισε προσωπικότητες όπως η Μελίνα, ο Γαβράς, ο Μαυροειδάκος κ.ά. Πρόλαβε όμως να γνωρίσει και φυσιογνωμίες εμβληματικές ενός ελληνικού λούμπεν με ζωές που ήταν μυθιστόρημα. Τέτοια περίπτωση, ο Ορφέας Κρεούζης, που πρωτοτραγούδησε το «Ηλιοβασίλεμα» και τέλειωσε τη ζωή του σε ένα ελληνικό καταγώγιο που τον έβγαζαν να τραγουδάει με το μπουζούκι ανάβοντας γύρω με ουίσκι πύρινους κύκλους.

Τους δικούς του δημιουργικούς κύκλους συνεχίζει ο Σύρος. Στη Σκόπελο για το καλοκαίρι όπου παραδίδει μαθήματα μπουζουκιού αυτό τον καιρό σε έναν φιλέλληνα Βέλγο πανεπιστημιακό και σε έναν Έλληνα καθηγητή της πληροφορικής, προετοιμάζεται και για τα δικά του: μία ακόμα συνεργασία με τη Συμφωνικής της Παρισινής Όπερας και δεκάδες συναυλίες σε μια ατζέντα σπουδαίων εμφανίσεων για αυτόν τον Έλληνα, που έπαιξε στο γαλλικό ραδιόφωνο τον «Πισπιρή» του Στελλάκη προτού τον ξανα-ανακαλύψουμε εμείς.